...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
Από το βιβλίο του Τ. Προύσαλη «Το αρχαίο δράμα για φυγόπονους σπουδαστές υποκριτικής»
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην υποκριτική τέχνη μία στροφή σε μια ακραία λιτή, πιο καθημερινή, όπως λέγεται, εκφορά του λόγου. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εκφοράς, που αποτελεί και το πρόβλημα, είναι η παντελής της αδυναμία να νοηματοδοτήσει σωστά ένα κείμενο, ώστε να γίνει πλήρως κατανοητό το περιεχόμενο των σκηνικών του δράσεων. Εάν η τέχνη αντανακλά την εποχή της, δικαιολογούνται να συμβαίνουνε τούτα διότι η εποχή που ζούμε είναι αλήθεια εντελώς πεζή, στείρα και αβαθής, με επόμενο και ο σύγχρονος δραματικός λόγος, ενταγμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον να έχει ανάλογο ύφος, ποιότητα και ήθος.
Ωστόσο, ο θεατρικός λόγος οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν του, όχι μόνο το σήμερα, μα πιότερο την χωροχρονική συνθήκη που επιβάλλει η τέχνη γενικότερα αλλά και το ίδιο το έργο ειδικότερα. Και εξηγούμεθα. Στο θέατρο συμβαίνει μια μετακίνηση μέσα και πέρα από τον χρόνο και το ζητούμενο είναι, αυτή η μετακίνηση να συνεπάρει τους θεατές, να τους συν+κινήσει, ώστε να ταξιδέψουν από το σύγχρονο στο διαχρονικό και από το διαχρονικό στο άχρονο. Αυτό το ταξίδεμα μπορεί να συμβεί, όταν ο λόγος δονείται, πάλλεται όπως επιβάλλει η ιδιοσυχνότητα, ο εσωτερικός ρυθμός του κάθε θεατρικού είδους. Στην περίπτωση τώρα του αρχαίου δράματος, ο λόγος, ο αναγκαία μεταφρασμένος στην νεοελληνική, καλείται να εκφράσει μια εποχή που είναι εδώ, που πρέπει να είναι εδώ· [?1] μια εποχή ηρωική, μεγάλη, οπότε πρέπει να λάβει τέτοιες διαστάσεις και χαρακτηριστικά. Γίνεται επομένως αντιληπτό πως η μετάβαση από το ένα θεατρικό είδος στο άλλο, πέραν της χρήσης της γλώσσας και του ορθά δοσμένου περιεχομένου της, επιβάλλει την χρήση διαφορετικού φάσματος υποκριτικών μέσων. Και είναι σημαντικό για τον σπουδαστή της υποκριτικής τέχνης, όχι μόνο να ασκηθεί στην ανάπτυξη ποικίλων και πολλαπλών εκφραστικών μέσων, αλλά και να εντρυφήσει στην διάκριση και επιλογή των κατάλληλων και ταιριαστών -ανά περίσταση- τρόπων.
Στο Αρχαίο Δράμα και ειδικότερα στην τραγωδία, ο ηθοποιός οφείλει να «ενδυθεί τα γιορτινά του» εκφραστικά μέσα. Κι αυτό, γιατί πρόκειται για κείμενα διαχρονικά, με λόγο συμβολικό και κορυφώσεις που αγγίζουν το αρχετυπικό. Αν ο υποκριτικός λόγος εκφέρεται «πρόχειρα», καθημερινά, και δεν είναι αντάξιος μιας (μίμησης) πράξεως σπουδαίας και τελείας -κατά τον Αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας-, το τραγικό δεν αποδίδεται· και η Μήδεια για παράδειγμα, από τραγικό σύμβολο υποβιβάζεται σε ζηλότυπη απατημένη σύζυγο, από τραγική ηρωίδα, καταντά χαρακτήρας που χρήζει ψυχαναλυτικής προσέγγισης και ερμηνείας. Άρα, όταν ο λόγος μέσα στη σκηνική δράση δεν είναι μεστός, διαυγής και πλήρης όγκου, όταν στερείται κι απογυμνώνεται απ’ ό,τι σπουδαίο, μεγαλειώδες και ηρωικό, τότε η έννοια της τραγωδίας παύει να υφίσταται.