...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
...όπου το ΕσωΘέατρο παρουσιάζει δικές του θεατρικές παραγωγές έχοντας ως βασική μέριμνα τη θέαση της «έσω πραγματικότητας».

Κυνηγώντας το Μικροαστικό Όνειρο: Οι Πολυμήχανοι Ήρωες της Ελληνικής Θεατρικής Φαρσοκωμωδίας

karapostolou

Χριστιάνα
Καραποστόλου

 

της θεατρολόγου Χριστιάνας Καραποστόλου.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο δοκίμιό του για το κωμικό, ο Σαρλ Μπωντλαίρ [?1] επισημαίνει πως «το γέλιο είναι βαθιά ανθρώπινο». Η παρατήρηση αυτή φαίνεται να βρίσκει μια απ’ τις ιδανικότερες εκφράσεις της στα έργα της ελληνικής κωμικής παραγωγής – αρχικά θεατρικής κι αργότερα κινηματογραφικής – όπως αυτή διαμορφώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 κι έπειτα. Ο λόγος, φυσικά, για το δημοφιλές όσο και «ταπεινό», [?2] συχνά παρεξηγημένο από τη θεατρική κριτική λόγω της ελαφρότητας αλλά και της εμπορικότητάς του, είδος της ελληνικής φαρσοκωμωδίας, είδος ζωντανό, καταιγιστικό και άμεσο που καλλιεργήθηκε συστηματικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 και για εικοσιπέντε περίπου χρόνια, ως το 1970.

Σε αυτά τα 25 χρόνια της εμπορικής της – τουλάχιστον – ζωής, η μεταπολεμική κωμωδία υπηρετείται πιστά από ταλαντούχους θεατρικούς συγγραφείς που σύντομα μετατρέπονται σε πραγματικές μηχανές παραγωγής θεατρικών έργων. Συγγραφείς με παρελθόν στη δημοσιογραφία, την επιθεώρηση, το χρονογράφημα, με θητεία στις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών ή ακόμα και στη στιχουργική επιτυχημένων τραγουδιών της εποχής, παρατηρητές της επικαιρότητας δηλαδή, οι έλληνες κωμωδιογράφοι της περιόδου που μας απασχολεί κατορθώνουν ν’ αποτυπώσουν αρκετά καθαρά στο χαρτί - και ακολούθως στη σκηνή – γνήσιους τύπους κι αυθεντικές καταστάσεις της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας.

Την ίδια περίπου εποχή (1940 – 1970), το νεοελληνικό θέατρο γνωρίζει μια αξιοσημείωτη περίοδο ακμής: σημαντικοί θίασοι και θεατρικά σχήματα εμφανίζονται στο προσκήνιο, η επιθεώρηση «ανθίζει» για μια ακόμη φορά έπειτα από τις φημισμένες παραστάσεις της περιόδου 1900 – 1920 ενώ το σοβαρό θεατρικό έργο εκπροσωπείται από σπουδαίους συγγραφείς που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. [?3]

Τα κυρίαρχα θέματα του νεοελληνικού δράματος συμβαδίζουν με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής: Κατοχή, Εμφύλιος, μετανάστευση, έλλειψη χρημάτων, δυσκολία εύρεσης εργασίας, μικροαστισμός, περιθωριοποίηση. [?4] Η κωμωδία της εποχής δεν μπορεί παρά να εμπνευστεί από τους ίδιους ακριβώς θεματικούς κύκλους, αξιοποιώντας φαρσικές καταστάσεις και κωμικά τεχνάσματα προς εξασφάλιση ενός αίσιου τέλους.

molier

Μολιέρος

 

Τα έργα της ελληνικής φαρσοκωμωδίας εστιάζουν στις κωμικές περιπέτειες των ηρώων τους, περιπέτειες που προέρχονται από διάφορους παράγοντες και επιλύονται με ποικίλους μηχανισμούς. Πολλές από τις κωμωδίες του είδους ασχολούνται με παραδοσιακά κωμικά θέματα όπως οι αρνητικές συνέπειες ενός δύστροπου χαρακτήρα, η ερωτική ζήλια και τα πείσματα, η συζυγική απιστία και τα αντίποινά της, θέματα που κληροδοτούνται στην παγκόσμια δραματουργία μέσω του Μενάνδρου και της Νέας Αττικής Κωμωδίας καθώς και της μεσαιωνικής γαλλικής φάρσας και που υιοθετούνται από τον Σαίξπηρ, το Μολιέρο και άλλους θεατρικούς συγγραφείς, κυρίως του γαλλικού βουλεβάρτου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων, ωστόσο, αποτελεί η ένταξη των ηρώων τους στην ελληνική καθημερινότητα της εποχής, μιας εποχής μεταβατικής και δύσκολης. Με τις μνήμες από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή να είναι ακόμα νωπές και με έναν Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια εμφάνισης του είδους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της, οι ήρωες των ελληνικών φαρσοκωμωδιών δεν μπορούν παρά να αντιμετωπίζουν επί σκηνής τις αγωνίες των συγχρόνων τους συμπολιτών που ταλαντεύονται ανάμεσα στο καινούριο και το παλιό, το σταθερό και το εφήμερο, στο όνειρο και τον εφιάλτη.


ΤΑ ΕΡΓΑ

Πρωταρχική τους αναζήτηση η εύρεση χρημάτων που θα καταστήσουν τη ζωή τους πιο άνετη και που θα τους δώσουν το προβάδισμα για την ευόδωση των στόχων τους. Ποιοι είναι οι στόχοι αυτοί; Τις περισσότερες φορές ένας γάμος και η δημιουργία οικογένειας, η αγορά ενός σπιτιού με τον εξοπλισμό του, ένα αυτοκίνητο, η εξασφάλιση προίκας για την ανύπαντρη κοπέλα της οικογένειας. Επιθυμίες απλές κι ελπίδες που τρέφονται σιωπηλά, συμπληρώνοντας κάθε φορά κι από ένα κομμάτι στο «παζλ» του μικροαστικού ονείρου. Συχνά, η απελπιστική οικονομική κατάσταση των ηρώων δεν επιτρέπει καν την «πολυτέλεια» των ενδόμυχων αυτών σκέψεων καθώς εκείνο που προέχει είναι η γεμάτη απαιτήσεις, χρέη και υποχρεώσεις καθημερινότητα τους. Η έκθεση των έργων αυτού του είδους περιγράφει συνοπτικά το πρόβλημα που ζητά άμεσα τη λύση του: η λύση συνήθως βρίσκεται στα … δυσεύρετα χρήματα κι οι ήρωες γίνονται ολοένα και πιο απελπισμένοι ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με μια … φαεινή ιδέα εξεύρεσης χρημάτων. Ακολουθώντας κατά γράμμα τους κανόνες της φάρσας, όπου όλα επιτρέπονται και όλα ανατρέπονται, τα κωμικά πρόσωπα των έργων σκαρφίζονται αμέτρητα τεχνάσματα προκειμένου ν’ αποκτήσουν τα πολυπόθητα χρήματα.

santa

Ελληνικός Κινηματογράφος:
Ίλια Λιβυκού, Βασίλης Λογοθετίδης

Σάντα Τσικίτα, 1953
Παραγ.: Μήλας Φιλμ

 

Στο έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ, [?5] ο κεντρικός ήρωας της υπόθεσης, ο Φώτης, ζητά συνεχώς αλλά χωρίς αποτέλεσμα από το Διευθυντή του γραφείου στο οποίο εργάζεται, την προκαταβολή μερικών μισθών του προκειμένου να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπά, υπάλληλο του ίδιου γραφείου. Όταν μαθαίνει πως η μητέρα του χρειάζεται να κάνει μια σοβαρή εγχείριση για την οποία θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος, ως ο μοναδικός κοντινός της συγγενής, και μη διαθέτοντας, φυσικά, το απαραίτητο χρηματικό ποσό, ο Φώτης δέχεται να συμμετάσχει, έναντι αμοιβής, στο κόλπο που του προτείνει ο – ιδιοκτήτης καμπαρέ – ξάδελφός του: ο κωμικός ήρωας πρέπει να παντρευτεί μια αλλοδαπή χορεύτρια του καμπαρέ προκειμένου η κοπέλα να παραμείνει στην Ελλάδα. Όπως είναι φυσικό, από την απόφαση αυτή του αγαθού ήρωα προκύπτει μια σειρά παρεξηγήσεων, οι οποίες τελικά οδηγούν στην αίσια έκβαση της υπόθεσης και στην εξοικονόμηση χρημάτων που θα οδηγήσει στο γάμο του Φώτη με την αγαπημένη του. 

Πίσω από την κωμική δομή του έργου, που επικεντρώνεται στις περιπέτειες του Φώτη Φαγκρή, μπορεί να διακρίνει κανείς δύο κόσμους χαρακτήρων: οι υπάλληλοι και οι διευθυντές, εκείνοι που αγωνίζονται για να κερδίσουν χρήματα κι εκείνοι που τα σκορπούν για τη διασκέδασή τους, οι φτωχοί και οι πλούσιοι. Οι συγγραφείς σπεύδουν να τονίσουν πως το «μικρόβιο» της διαφθοράς από τα χρήματα έχει προσβάλει ακόμα και τον ξάδελφο του κεντρικού ήρωα, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης επιχείρησης, βλέπει το Φώτη όχι ως συγγενή αλλά ως μια από τις εμπορικές του συναλλαγές: έτσι, ενώ αρχικά αρνείται να δανείσει το απαραίτητο χρηματικό ποσό για την εγχείρηση της θείας του, αργότερα δέχεται να πληρώσει τον ξάδελφό του προκειμένου να μη χάσει το νυχτερινό του κέντρο το ισχυρό «ατού» της αλλοδαπής χορεύτριας. Σ’ έναν κόσμο διεφθαρμένο και άδικο, η εξαπάτηση φαντάζει ως η πιο φυσική επιλογή για τους απελπισμένους ήρωες και το κοινό εκλαμβάνει τις κομπίνες που σκαρώνουν οι τελευταίοι ως απόδοση δικαιοσύνης. [?6]

helias

Ελληνικός Κινηματογράφος:
Κώστας Χατζηχρήστος,

Σταύρος Ξενίδης, Θανάσης Βέγγος
Ο Ηλίας του 16ου, 1959
Παραγ.: Φίνος Φιλμ

Μια παρόμοια περίπτωση σκληρού αφεντικού – φτωχού υπαλλήλου συναντά κανείς σε ένα ακόμα πασίγνωστο έργο της ίδιας συγγραφικής δυάδας, στον Ηλία του 16ου. [?7] Ένας πλούσιος τοκογλύφος, ιδιοκτήτης καφενείου, που κρατά καλά κρυμμένα χρυσαφικά αξίας μέσα σε μια αρβύλα, αρνείται να προπληρώσει στον υπάλληλό του ένα ποσό του μισθού, το οποίο ο τελευταίος χρειάζεται για να πληρώσει την εγχείριση της συζύγου του. Το μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο: ευκατάστατο αφεντικό, μεροκαματιάρης υπάλληλος, πρόβλημα υγείας που απαιτεί χρήματα. Μόνο που εδώ, η άρνηση του ιδιοκτήτη χρησιμοποιείται έξυπνα από τους συγγραφείς ως κίνητρο για την αγανάκτηση του υπαλλήλου, αγανάκτηση που τον ωθεί ν’ αποκαλύψει σε δύο άνεργους φίλους του – της ίδιας οικτρής οικονομικής κατάστασης – την κρυψώνα του θησαυρού του αφεντικού του. Η μυστική συζήτηση των τριών φίλων είναι το σημείο όπου οι συγγραφείς επιλέγουν να θίξουν άλλο ένα κοινωνικό πρόβλημα, έπειτα από τις δυσχέρειες του φτωχού υπαλληλάκου: η ανεργία και οι επιπτώσεις της, η δυσκολία εύρεσης εργασίας και παράλληλα η καθημερινή αναγκαιότητα των χρημάτων που προβάλλει απειλητική, επιτακτική, έτοιμη να κατασπαράξει τους άμοιρους ήρωες. Δε χρειάζονται και πολλές εξηγήσεις προκειμένου οι δύο άνεργοι φίλοι να πειστούν για την οργάνωση της κλοπής των χρυσαφικών. Η κλοπή, την οποία, υπό άλλες συνθήκες, πιθανότατα θα καταδίκαζαν και οι δυο τους ως πράξη, φαίνεται η μοναδική – και για το λόγο αυτό επιβεβλημένη – λύση στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Αυτό, βέβαια, που επακολουθεί (μεταμφίεση του ενός σε αστυνομικό και εμπλοκή του σε υπόθεση … κλοπής, την οποία καλείται να εξιχνιάσει ως όργανο της τάξης) δε συνεχίζει τον προβληματισμό των ηρώων καθώς η θέση της συγκεκριμένης κωμωδίας είναι να διασκεδάσει το κοινό με τις φαρσικές περιπέτειες των προσώπων της. Το μήνυμα, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο και δουλεύεται περίτεχνα μέχρι το τέλος του έργου όπου το σχέδιο των ηρώων αποτυγχάνει παταγωδώς: τα δύο κεντρικά πρόσωπα, ύστερα από τη φευγαλέα ενασχόλησή τους με το άπιαστο όνειρο, φαίνονται να επιστρέφουν στη μίζερη καθημερινότητά τους, για άλλη μια φορά φτωχοί, νηστικοί, φουκαριάρηδες.


eftixws

Ελληνικός Κινηματογράφος:
Θανάσης Βέγγος, Νίκος Σταυρίδης

Τζόλη Γαρμπή
Ευτυχώς Τρελάθηκα, 1961
Παραγ.: Αφοι Ρουσσόπουλοι - Γ. Λαζαρίδης-Δ. Σαρρής-Κ. Ψαρράς Ε.Π.Ε.

 

Δεν έχουν, όμως, μόνο οι άνεργοι ή οι μεροκαματιάρηδες υπάλληλοι οικονομικές δυσκολίες. Σε αρκετά έργα του είδους εκείνοι που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες είναι οι ιδιοκτήτες εταιρειών, οι μικροεπιχειρηματίες και οι άνθρωποι του εμπορίου. Βρισκόμαστε στην εποχή κατά την οποία η Ελλάδα προσπαθεί να ξεπεράσει το παρελθόν και να εκσυγχρονιστεί. Μικρές επιχειρήσεις ξεφυτρώνουν σιγά σιγά στο κέντρο και τις γειτονιές της πόλης δίνοντας νέο ύφος στην πρωτεύουσα. Ιδιοκτήτης μιας τέτοιας επιχείρησης είναι και ο Χαρίλαος Μαραζιώτης, κεντρικός ήρωας της κωμωδίας Ευτυχώς τρελάθηκα [?8] του Γιώργου Ρούσσου. Διευθυντής ενός εργοστασίου ουζοποιΐας, ο Χαρίλαος χρωστά πολλά χρήματα στο ΙΚΑ, σε ληξιπρόθεσμα γραμμάτια και σ’ έναν τοκογλύφο, τον Ανάργυρο. Μοναδική λύση για να μην κλείσει η επιχείρησή του λόγω χρεών είναι … ο γάμος. Όχι όμως ο γάμος με την αρραβωνιαστικιά του την Ηρώ, υπάλληλο του γραφείου του, αλλά με μια άγνωστή του κοπέλα, η οποία διαθέτει το ασυναγώνιστο πλεονέκτημα της … προίκας. Ο Χαρίλαος θα περάσει δια πυρός και σιδήρου ώσπου να εξασφαλίσει τα χρήματα που του χρειάζονται και να μην παντρευτεί τελικά την κοπέλα με την προίκα αλλά την αγαπημένη του Ηρώ. Το αλάνθαστο τέχνασμα που θα τον απαλλάξει από τους φόρους και τα γραμμάτια θα αποδειχθεί η απόφασή του να … κάνει τον τρελό, λύση που θα τον βγάλει ασπροπρόσωπο στους πιστωτές και τις Τράπεζες και θα τον κάνει ν’ αναφωνήσει δυνατά πως … «Ευτυχώς τρελάθηκε»! 

Ιδιοκτήτης μιας …ιδιότυπης επιχείρησης είναι και ο Λαυρέντης στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Ο θάνατός σου, η ζωή μου. [?9] Όπως θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε και από τον τίτλο του έργου, ο Λαυρέντης διευθύνει ένα γραφείο τελετών, γεγονός που τον κάνει να οργανώσει ένα καλοστημένο σχέδιο προκειμένου ν’ αναλάβει την κηδεία ενός πάμπλουτου ηλικιωμένου, του οποίου η υγεία είναι ιδιαίτερα κλονισμένη. Ο ηλικιωμένος, ωστόσο, συνέρχεται και ο Λαυρέντης, απογοητευμένος, αποφασίζει να μετατρέψει το γραφείο του σε κατάστημα με σύγχρονα ηλεκτρικά είδη. Η πανέξυπνη συνέχεια προσπαθεί ν’ αποδείξει πως η νέα επιχείρηση του Λαυρέντη είναι περισσότερο «μακάβρια» από την προηγούμενη καθώς για να επιβιώσει και να πετύχει χρειάζεται να «πατήσει» πάνω σε οικονομικές – και όχι μόνο – καταστροφές αθώων ανθρώπων. Η περαιτέρω αναφορά στα θέματα της ανθρώπινης ηθικής όπως επίσης και της ανθρώπινης υποκρισίας, που θίγονται με πολύ εύστοχο τρόπο στο έργο, είναι πολύ δελεαστική αλλά δεν ανήκει στα ζητούμενα της παρούσας μελέτης.

Όσο πλησιάζουμε στη δεκαετία του 1960, τόσο το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο των κωμικών ηρώων βελτιώνεται, έτσι ώστε να συμβαδίζει απόλυτα με την υπάρχουσα κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας. Οι ήρωες, ωστόσο, των φαρσοκωμωδιών, προσπαθούν ακόμα να επιλύσουν τα – κυρίως – οικονομικά τους προβλήματα με μικροκομπίνες [?10], πλούσιους γάμους, τυχερά παιχνίδια ή λαχεία, [?11] απάτες και ξεγελάσματα που πυροδοτούν φαρσικές υποθέσεις.  Το 1964, η κωμωδία Τα κουμπιά της εποχής, [?12] ένα από τα πρώτα έργα ενός ακόμα επιτυχημένου συγγραφικού διδύμου, αυτού των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, επανέρχεται στο σχήμα ευκατάστατο αφεντικό – φτωχός υπάλληλος, όπως το είδαμε στα προηγούμενα έργα. Κεντρικά πρόσωπα της κωμωδίας, ο Βασίλης, υπάλληλος σε μια εταιρεία και η σύζυγός του, η Πόπη. Η υπόθεση ξεκινά με τους δύο ήρωες παντρεμένους και εγκατεστημένους στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Η τοποθέτηση των προσώπων σε αυτή τη θέση δεν είναι τυχαία: σηματοδοτεί τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην εργασιακή, οικονομική ακόμα και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε καθώς και σε αυτή που έχει ήδη αρχίσει.  Ο Βασίλης και η Πόπη φαίνονται να έχουν ξεπεράσει το οικονομικό πρόβλημα του γάμου και της εξασφάλισης οικογενειακής εστίας, προχωρώντας έτσι ένα βήμα μπροστά από τους ήρωες κωμωδιών προηγούμενων ετών που έβλεπαν τα δύο αυτά θέματα ως απροσπέλαστα εμπόδια. Ποια είναι, λοιπόν, η επιδίωξη των ηρώων αυτή τη φορά; Για εκείνο που πασχίζουν σ’ αυτό το έργο τα κωμικά πρόσωπα είναι η μετακόμιση από το ισόγειο διαμέρισμα στο … ρετιρέ της πολυκατοικίας που μένουν. Η επιθυμία τους διττή και συμβολική: η άνοδος από το ισόγειο στο ρετιρέ δεν εξασφαλίζει μόνο ένα καλύτερο σπίτι στα πρόσωπα αλλά μεταφράζεται και σε άνοδο επαγγελματική, οικονομική και, εντέλει, κοινωνική, άνοδο από την οποία τρέφονται οι μικροαστικές προσδοκίες των ηρώων. Γι’ αυτή την πολυπόθητη άνοδο, ο Βασίλης αναζητά το κατάλληλο κουμπί που θα του εξασφαλίσει οικονομική ευημερία ώσπου το ανακαλύπτει στο πρόσωπο του διευθυντή της εταιρείας του, του Αντώνη. Ο …ανερχόμενος υπάλληλος κατορθώνει να μπλέξει τον Αντώνη σ’ ένα επικίνδυνο όσο και τραγελαφικό παιχνίδι εκβιασμού, πράξη που του αποφέρει διπλό μισθό, δώρα και, φυσικά, το ενοίκιο του πολυτελούς ρετιρέ. Οι συγγραφείς, ωστόσο, σπεύδουν να δικαιολογήσουν τον ήρωα τους αποκαλύπτοντας, προς το τέλος του έργου, ότι όλη η παραπάνω υπόθεση ήταν ένα όνειρο· διαδραματίστηκε σ’ ένα μεσημεριανό υπνάκο του Βασίλη, ο οποίος, ξυπνώντας, βρίσκει στην πραγματικότητα το κατάλληλο κουμπί της επαγγελματικής του ανόδου. Η τελική απόφαση δικαιώνει και πάλι τον ήρωα, ο οποίος αποφασίζει να μην πατήσει το κουμπί, παραμένοντας στο ισόγειο του πενιχρού μισθού αλλά και της ηθικής ακεραιότητας.


pentaras

Ελληνικός Κινηματογράφος:
Στέφανος Ληναίος, Έλλη Φωτίου

Ανδρέας Μπάρκουλης
Μιας Πεντάρας Νιάτα, 1967
Παραγ.: Κλέαρχος Κονιτσιώτης

 

Οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν, ένα χρόνο αργότερα, το 1965, μια από τις αρτιότερες κωμωδίες τους, το Μιας πεντάρας νιάτα. [?13] Εδώ, η κωμική απόγνωση του – επίσης παντρεμένου - ζευγαριού, του Γιώργου και της Ειρήνης, προκαλείται από την επείγουσα ανάγκη τους να πληρώσουν τη δόση του εργολάβου, προκειμένου να μετακομίσουν στο καινούριο τους σπίτι. Στο συγκεκριμένο έργο, η απάτη των προηγούμενων κωμωδιών μετατρέπεται σε εξαπάτηση: η ηρωίδα της κωμωδίας, η Ειρήνη, αποφασίζει να εργαστεί, κρυφά από το σύζυγό της που δεν της το επιτρέπει, και ένας κυκεώνας παρεξηγήσεων ξεκινά όταν προσλαμβάνεται ως δακτυλογράφος – και ανύπαντρη! - στην ίδια εταιρεία που δουλεύει και ο σύζυγός της. Το νιόπαντρο ζευγάρι προσπαθεί να κρατήσει το γάμο του κρυφό ώστε να κατορθώσει να πληρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες δόσεις για την καινούρια του κατοικία.

Ο κατάλογος των κωμικών έργων που εστιάζουν σε αυτές ακριβώς τις απεγνωσμένες προσπάθειες των ηρώων τους να δουλέψουν, να παντρευτούν, να εξασφαλίσουν ένα δικό τους σπίτι και γενικά να ανυψώσουν το βιοτικό τους επίπεδο είναι ατελείωτος. Στους Γαμπρούς της Ευτυχίας [?14] των Νίκου Τσιφόρου – Πολύβιου Βασιλειάδη, δυο απένταροι φουκαράδες βάζουν στο μάτι την προίκα μιας άσχημης γεροντοκόρης, στο Αχ, αυτή η γυναίκα μου [?15] των ίδιων συγγραφέων, ένα νιόπαντρο ζευγάρι μπλέκεται όλο και περισσότερο σε μια τραγελαφική ιστορία πλαστοπροσωπίας για χάρη μιας ανώτερης επαγγελματικής θέσης, στο Ένας ιππότης για τη Βασούλα [?16] των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, οι ήρωες παντρεύονται, χωρίζουν και ξαναπαντρεύονται κατά τις προσταγές μιας κληρονομιάς, στο Ξύπνα Βασίλη [?17] του Δημήτρη Ψαθά, ο ομώνυμος ήρωας προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει την τύχη του στο … πρακτορείο λαχείων της γειτονιάς του. Εκτός από τη βασική επιδίωξη των χρημάτων και ό,τι αυτά συνεπάγονται, πολλοί κωμικοί ήρωες προσπαθούν να κατακτήσουν μια θέση στο μικροαστικό τους όνειρο μέσω του γάμου. Ο γάμος, βέβαια, είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ύπαρξη χρημάτων τόσο για τους άντρες ήρωες (αγορά σπιτιού – οικογενειακές υποχρεώσεις) όσο και για τις γυναίκες (προίκα). Στην πρώτη τουλάχιστον δεκαπενταετία εμφάνισης των φαρσοκωμωδιών (1940 – 1955), η απόφαση ενός γάμου συναντά και άλλου είδους εμπόδια (ανύπαντρη αδελφή που πρέπει να αποκατασταθεί πριν το γάμο του αδελφού της). Στην κατηγορία των έργων που επικεντρώνονται στην επιθυμία ενός τουλάχιστον ήρωα να παντρευτεί ανήκουν κωμωδίες όπως η γλυκόπικρη Δεσποινίς ετών 39 [?18] των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, ο Φανούρης και το σόι του [?19] των ίδιων συγγραφέων, Η γυνή να φοβήται τον άνδρα [?20] του Γιώργου Τζαβέλλα, το Εξοχικόν κέντρον ο  έρως [?21] του Δημήτρη Ψαθά (αν και τα πρόσωπα του συγκεκριμένου έργου ανήκουν στη μεσαία αστική τάξη) και πολλά άλλα, των οποίων η απαρίθμηση σταματά εδώ.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

despoinis

Ελληνικός Κινηματογράφος:
Βασίλης Λογοθετίδης,
Θάνος Τζενεράλης
Δεσποινίς Ετών 39, 1954
Παραγ.: Μήλας Φιλμ

 

Κωμικοί, γκαφατζήδες, πολλές φορές κουτοπόνηροι αλλά πάνω από όλα αισιόδοξοι, οι ήρωες των ελληνικών φαρσοκωμωδιών τολμούν να επιχειρήσουν το κόλπο, την κομπίνα ή την εξαπάτηση που θα τους κάνει να «πιάσουν την καλή». [?22] Το αποτέλεσμα άλλοτε τους ανταμείβει κι άλλοτε τους φέρνει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, κλείνοντας το έργο με μια γνήσια ελληνική αντιμετώπιση της ζωής και μια θυμοσοφία λαϊκή, παρόμοια μ’ εκείνη του θεάτρου σκιών. [?23] Δεν αγανακτούν οι κωμικοί ήρωες, ούτε απελπίζονται όταν το καλοστημένο σχέδιο τους αποτύχει. Αντίθετα, βγαίνουν από τις κωμικές τους περιπέτειες ατσαλάκωτοι, όπως το απαιτούν οι επιταγές της φάρσας, έτοιμοι για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου και βέβαιοι πως αυτή τη φορά θα πετύχουν.  Εδώ, συνίσταται και μια βασική διαφορά των ηρώων αυτών από εκείνους του σοβαρού νεοελληνικού θεάτρου, που πραγματοποιεί σταθερά βήματα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και βρίσκεται στην ακμή του από το 1970 κι έπειτα. Καθρεφτίζοντας τη σκληρή όψη της πραγματικότητας, οι τελευταίοι «πιάνονται» από την ελπίδα της πραγμάτωσης του σχεδίου τους, ζουν με το όνειρο της επιτυχίας του και συχνά έχουν δυσμενή κατάληξη όταν ανακαλύψουν την πλάνη τους. [?24] 

Η περιπλάνηση στα έργα του είδους αποτελεί, παράλληλα με τις κωμικές στιγμές που διαθέτει, κι έναν κατατοπιστικό οδηγό στις μεταβολές όλων των ειδών που συντελούνται στην Ελλάδα ανάμεσα στην τριακονταετία 1940 – 1970. Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των έργων, διαπιστώνουμε πως οι απαιτήσεις του μικροαστικού ονείρου των ηρώων μετατοπίζονται ανάλογα με την εποχή στην οποία αυτοί τοποθετούνται: η αρχική αγωνία για την κάλυψη βασικών βιοποριστικών αναγκών μετατρέπεται στο άγχος για την αγορά κατοικίας, το οποίο με τη σειρά του μεταβάλλεται στην προσπάθεια μετακόμισης από το σπίτι στο διαμέρισμα (”χρυσή” εποχή της αντιπαροχής) για να καταλήξει στους αγωνιώδεις κόπους αναρρίχησης από το ισόγειο στο ρετιρέ της πολυκατοικίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ήρωες των πρώτων δεκαετιών πασχίζουν για την εύρεση εργασίας και δοκιμάζονται στην άσκηση παντός επαγγέλματος για να έχουν αργότερα ως βασικό τους στόχο την επαγγελματική τους άνοδο, μια καλύτερη θέση στην εταιρεία τους και, φυσικά, την αύξηση του μισθού τους. Επιπλέον, η απόκτηση βασικών αγαθών δίνει τη θέση της στην επιθυμία αγοράς σύγχρονων οικιακών συσκευών, αυτοκινήτου καθώς και στη διάθεση χρημάτων για ταξίδια, διακοπές ή διασκέδαση.

Η διαδρομή αυτή δεν είναι τυχαία. Η κωμική θεατρική γραφή της εποχής καταγράφει τη μεταβατική πορεία της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας, που αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και ανεβάζει όλο και περισσότερο τον πήχη στα όνειρα και τις επιδιώξεις των πολιτών της. Παρότι πολλές φορές υποφέρουν από την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, οι κωμικοί ήρωες δεν είναι επαναστάτες. Με τα φαρσικά σχέδια και τις εξαπατήσεις τους δεν επιθυμούν να ανατρέψουν το κοινωνικό σύστημα (ας μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των έργων του είδους γράφεται υπό καθεστώς λογοκρισίας) αλλά αντίθετα να ενταχθούν σ’ αυτό και να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον όχι βέβαια ιδανικό αλλά κατά κάποιο τρόπο σίγουρο μικροαστικό τους κόσμο. [?25]

Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου, οι ήρωες των ελληνικών θεατρικών φαρσοκωμωδιών, κυνηγώντας το μικροαστικό τους όνειρο, εξασφαλίζουν στους θεατές – σε περιόδους σκληρές και δύσκολες για την Ελλάδα – την «πολυτέλεια» να γελάσουν με τα δεινά τους, ν’ αναγνωρίσουν στη σκηνή ένα κομμάτι του ίδιου τους του εαυτού, να γευθούν, για όσο διαρκεί η παράσταση, την πολυπόθητη ελπίδα ενός happy end. Αν και πολυμήχανος, ο καλόβολος κωμικός ήρωας των περισσότερων φαρσοκωμωδιών, ως άλλος Καραγκιόζης, [?26] τρώει, πίνει και … κοιμάται νηστικός, πάντοτε αισιόδοξος που προσπάθησε, πάντοτε χαμογελαστός για το, έστω και φευγαλέο, όνειρο της μίζερης ζωής του. Κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση των κωμικών ηρώων. Όπως συμβουλεύει κι ο Γιάννης Ρίτσος: «Ένα χαμόγελο – άγκυρα ρίξε στα βαθιά να γίνει μέρα». [?27]


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ανανίδης, Α., Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο : Μελέτη της επιρροής του Θεάτρου Σκιών στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία κατά την περίοδο 1950 – 1969, Αθήνα, Αιγόκερως, 2007.
  • Βαλούκος, Στ., Η κωμωδία, Αθήνα, Αιγόκερως, 2001,
  • Γεωργουσόπουλος, Κ., «Χαρακτήρες και ρόλοι του ελληνικού θεάτρου», Εκκύκλημα, τ. 24, Άνοιξη 1990, σσ. 32-36.
  • Κούκιος, Μ., «Ελληνική Φαρσοκωμωδία», Σύγχρονος Κινηματογράφος, τ. 31, Ιανουάριος – Ιούνιος 1982, σσ.  7-9.
  • Οπτικοακουστική Κουλτούρα, τεύχος 1 : Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα, Κέντρο Οπτικοακουστικών Μελετών, 2002.
  • Πούχνερ, Β., «Το θεατρικό έργο στη μεταπολεμική Ελλάδα, μια προσέγγιση», Εκκύκλημα, τ. 24, Άνοιξη 1990, σσ. 40-46.
  • Πρακτικά του Α’ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου : Το ελληνικό θέατρο από το 17ο στον 20ό αιώνα, Επιμ. : Ιωσήφ Βιβιλάκης, Αθήνα, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών-Ergo, 2002 (Παράβασις, Παράρτημα – Μελετήματα, 2).
  • Ρίτσος, Γ., Πρωινό άστρο, Σχέδια : Τζένη Δρόσου, Αθήνα, Κέδρος, 1982.
  • Τσαρούχης, Γ., «Μάθημα αλήθειας από το μόνο νεοελληνικό θέατρο», Θέατρο, τ. 10, Ιούλιος – Αύγουστος 1963, σσ. 7-8.
  • Baudelaire, Ch., Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού στις πλαστικές τέχνες, Μετάφραση – Σχόλια – Επίμετρο: Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Άγρα, 2000.


[1] Baudelaire, Charles, Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού στις πλαστικές τέχνες, Μετάφραση – Σχόλια – Επίμετρο: Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Άγρα, 2000, σ. 28.

[2] Κούκιος, Μανόλης, «Ελληνική Φαρσοκωμωδία», Σύγχρονος Κινηματογράφος, τ. 31, Ιανουάριος – Ιούνιος 1982, σ. 7.

[3] Φυσικά, το μεταπολεμικό δράμα βρίσκεται στην ακμή του και μετά το 1970, περίοδο κατά την οποία παρουσιάζονται πολλά από τα αξιομνημόνευτα έργα του ελληνικού δραματολογίου. Η κωμωδία κατά την περίοδο αυτή έχει σχεδόν παρακμάσει δίνοντας τη θέση της στο θεαματικό μιούζικαλ ενώ στα έργα του νεοελληνικού θεάτρου προστίθεται ένα ακόμη θεματικός κύκλος άντλησης θεμάτων: η Δικτατορία. 

[4] Πούχνερ, Βάλτερ, «Το θεατρικό έργο στη μεταπολεμική Ελλάδα, μια προσέγγιση», Εκκύκλημα, τ. 24, Άνοιξη 1990, σ. 44.

[5] Ανέβηκε το χειμώνα του 1952, στο θέατρο Κεντρικόν, από το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη.

[6] Δελβερούδη, Ελίζα – Άννα, «Ο θησαυρός του μακαρίτη : Η κωμωδία, 1950 – 1970». Στο Οπτικοακουστική Κουλτούρα, τ. 1 : Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα, Κέντρο Οπτικοακουστικών Μελετών, 2002, σ. 65.

[7] Ανέβηκε το καλοκαίρι του 1958, στο θέατρο Παρκ, από το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη.

[8]  Ανέβηκε κατά τη χειμερινή θεατρική περίοδο 1956 – 1957 στο θέατρο Αθηνών, από το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη.

[9] Ανέβηκε το καλοκαίρι του 1955, στο θέατρο Ριάλτο, από το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη.

[10] Δελβερούδη, ό.π.

[11] Βαλούκος, Στάθης, Η κωμωδία, Αθήνα, Αιγόκερως, 2001, σ. 528. 

[12] Θίασος Σμαρούλας Γιούλη /Θίασος Κωμωδίας Δ. Παπαγιαννόπουλου – Κ. Βουτσά, θέατρο Αμιράλ, χειμερινή περίοδος 1964 – 1965.

[13] Πρωτοανέβηκε από την Ελληνική Λαϊκή Σκηνή (Χριστίνα Σύλβα), στο θέατρο Μινώα, κατά τη θερινή περίοδο 1965.

[14] Θίασος Αυλωνίτη – Βασιλειάδου – Ρίζου, θέατρο Φυρστ, θερινή περίοδος 1962.

[15] Θίασος Α. Βουγιουκλάκη – Δ. Παπαμιχαήλ, θέατρο Κοτοπούλη-REX, 1966 – 1967.

[16] Θίασος Τζ. Καρέζη, θέατρο Αττικόν, θερινή περίοδος 1967.

[17] Ανέβηκε κατά τη χειμερινή περίοδο 1965 – 1966, στο θέατρο Γκλόρια, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

[18] Θίασος Β. Λογοθετίδη, θέατρο Κεντρικόν, 1950.

[19] Θίασος Μ. Φωτόπουλου – Ελ. Χατζηαργύρη, θέατρο Μπουρνέλλη, 1957.

[20] Θίασος Λογοθετίδη, Θέατρο Αθηνών, 1959.

[21] Θίασος Ντίνου Ηλιόπουλου, θέατρο Κοτοπούλη, χειμερινή περίοδος 1960 – 1961.

[22] Γεωργουσόπουλος, Κώστας, «Χαρακτήρες και ρόλοι του ελληνικού θεάτρου», Εκκύκλημα, τ. 24, Άνοιξη 1990, σ. 32.

[23] Η ευφυής παρατήρηση του Γιάννη Τσαρούχη για τον πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών, τον πασίγνωστο Καραγκιόζη, αποδεικνύεται απόλυτα ταιριαστή και με τα κωμικά πρόσωπα του είδους που εξετάζεται εδώ : «Κάτω από τις καρπαζιές, που ξυπνούν κι ενθουσιάζουν τους μικρούς θεατές, κάτω από τ’ αστεία, υπάρχει μια ηρωική μεγαλοπρέπεια ενός ασκητή – που όσο κι αν φαίνεται παράδοξο – θεωρεί ντροπή του νά ’χει σχέδια, μα που κρατά, εντούτοις, ένα μέτρο στη βαθύτητά του. Κι ακριβώς αυτή η βαθύτης του τίθεται στην εξυπηρέτηση μιας εύθυμης ειρωνείας και μιας διαλύσεως χωρίς κακία». (Τσαρούχης, Γιάννης, «Μάθημα αλήθειας από το μόνο νεοελληνικό θέατρο», Θέατρο, τ. 10, Ιούλιος – Αύγουστος 1963, σ. 8.)

[24] Δύο τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν ο Μπάμπης και ο Στέλιος της ρηξικέλευθης Αυλής των Θαυμάτων (1957) του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

[25] «[…] η έννοια της φυγής, η προσπάθεια να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, να πλουτίσουμε εύκολα, όλα αυτά είναι αποτελέσματα μιας κοινωνικής δομής, την οποία βλέπουνε ότι είναι σαθρή και φαύλη οι συγγραφείς αυτής της εποχής, δεν μπορούν να το φωνάξουν, το υπαινίσσονται. […] Βεβαίως δεν κάνεις κριτική στο σύστημα […]  φταίγανε κάποιοι άνθρωποι, κάποιες συγκυρίες, κάποιες χαλασμένες συνειδήσεις, κατάλοιπα μιας εποχής, όχι όμως το σύστημα. Κανένας δε θέλησε να φτάσει ως αυτό. Αυτό θα ξεκινήσει με τον Καμπανέλλη».
(Γεωργουσόπουλος, Κώστας, «Η ελληνική μεταπολεμική φαρσοκωμωδία : Είδος μεικτό και νόμιμο;» Στα Πρακτικά του Α’ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου : Το ελληνικό θέατρο από το 17ο στον 20ό αιώνα, Επιμ. : Ιωσήφ Βιβιλάκης, Αθήνα, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών-Ergo, 2002, σσ. 365 - 366 (Παράβασις, Παράρτημα – Μελετήματα, 2).

[26] Για μια αναλυτική μελέτη του συσχετισμού ανάμεσα στο θέατρο σκιών και την ελληνική (κινηματογραφική) φαρσοκωμωδία, βλ. Ανανίδης, Ανδρέας, Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο : Μελέτη της επιρροής του Θεάτρου Σκιών στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία κατά την περίοδο 1950 – 1969, Αθήνα, Αιγόκερως, 2007.

[27] Ρίτσος, Γιάννης, Πρωινό άστρο, Σχέδια : Τζένη Δρόσου, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 58.

Όλα τα Άρθρα

STUDIO ΔΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
STUDIO ΔΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

(ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ)

...όπου το ΕσωΘέατρο προετοιμάζει αυριανούς ηθοποιούς, επιχειρώντας όχι μόνο να τους καταρτίσει επαρκώς, αλλά παράλληλα να τους καλλιεργήσει ψυχικά, ώστε πράγματι να «ποιούν ήθος» και να το διδάσκουν με τη στάση και το παράδειγμά τους.