...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ελληνικός Κινηματογράφος:
|
Κωμικοί, γκαφατζήδες, πολλές φορές κουτοπόνηροι αλλά πάνω από όλα αισιόδοξοι, οι ήρωες των ελληνικών φαρσοκωμωδιών τολμούν να επιχειρήσουν το κόλπο, την κομπίνα ή την εξαπάτηση που θα τους κάνει να «πιάσουν την καλή». [?22] Το αποτέλεσμα άλλοτε τους ανταμείβει κι άλλοτε τους φέρνει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, κλείνοντας το έργο με μια γνήσια ελληνική αντιμετώπιση της ζωής και μια θυμοσοφία λαϊκή, παρόμοια μ’ εκείνη του θεάτρου σκιών. [?23] Δεν αγανακτούν οι κωμικοί ήρωες, ούτε απελπίζονται όταν το καλοστημένο σχέδιο τους αποτύχει. Αντίθετα, βγαίνουν από τις κωμικές τους περιπέτειες ατσαλάκωτοι, όπως το απαιτούν οι επιταγές της φάρσας, έτοιμοι για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου και βέβαιοι πως αυτή τη φορά θα πετύχουν. Εδώ, συνίσταται και μια βασική διαφορά των ηρώων αυτών από εκείνους του σοβαρού νεοελληνικού θεάτρου, που πραγματοποιεί σταθερά βήματα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και βρίσκεται στην ακμή του από το 1970 κι έπειτα. Καθρεφτίζοντας τη σκληρή όψη της πραγματικότητας, οι τελευταίοι «πιάνονται» από την ελπίδα της πραγμάτωσης του σχεδίου τους, ζουν με το όνειρο της επιτυχίας του και συχνά έχουν δυσμενή κατάληξη όταν ανακαλύψουν την πλάνη τους. [?24]
Η περιπλάνηση στα έργα του είδους αποτελεί, παράλληλα με τις κωμικές στιγμές που διαθέτει, κι έναν κατατοπιστικό οδηγό στις μεταβολές όλων των ειδών που συντελούνται στην Ελλάδα ανάμεσα στην τριακονταετία 1940 – 1970. Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των έργων, διαπιστώνουμε πως οι απαιτήσεις του μικροαστικού ονείρου των ηρώων μετατοπίζονται ανάλογα με την εποχή στην οποία αυτοί τοποθετούνται: η αρχική αγωνία για την κάλυψη βασικών βιοποριστικών αναγκών μετατρέπεται στο άγχος για την αγορά κατοικίας, το οποίο με τη σειρά του μεταβάλλεται στην προσπάθεια μετακόμισης από το σπίτι στο διαμέρισμα (”χρυσή” εποχή της αντιπαροχής) για να καταλήξει στους αγωνιώδεις κόπους αναρρίχησης από το ισόγειο στο ρετιρέ της πολυκατοικίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ήρωες των πρώτων δεκαετιών πασχίζουν για την εύρεση εργασίας και δοκιμάζονται στην άσκηση παντός επαγγέλματος για να έχουν αργότερα ως βασικό τους στόχο την επαγγελματική τους άνοδο, μια καλύτερη θέση στην εταιρεία τους και, φυσικά, την αύξηση του μισθού τους. Επιπλέον, η απόκτηση βασικών αγαθών δίνει τη θέση της στην επιθυμία αγοράς σύγχρονων οικιακών συσκευών, αυτοκινήτου καθώς και στη διάθεση χρημάτων για ταξίδια, διακοπές ή διασκέδαση.
Η διαδρομή αυτή δεν είναι τυχαία. Η κωμική θεατρική γραφή της εποχής καταγράφει τη μεταβατική πορεία της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας, που αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και ανεβάζει όλο και περισσότερο τον πήχη στα όνειρα και τις επιδιώξεις των πολιτών της. Παρότι πολλές φορές υποφέρουν από την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, οι κωμικοί ήρωες δεν είναι επαναστάτες. Με τα φαρσικά σχέδια και τις εξαπατήσεις τους δεν επιθυμούν να ανατρέψουν το κοινωνικό σύστημα (ας μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των έργων του είδους γράφεται υπό καθεστώς λογοκρισίας) αλλά αντίθετα να ενταχθούν σ’ αυτό και να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον όχι βέβαια ιδανικό αλλά κατά κάποιο τρόπο σίγουρο μικροαστικό τους κόσμο. [?25]
Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου, οι ήρωες των ελληνικών θεατρικών φαρσοκωμωδιών, κυνηγώντας το μικροαστικό τους όνειρο, εξασφαλίζουν στους θεατές – σε περιόδους σκληρές και δύσκολες για την Ελλάδα – την «πολυτέλεια» να γελάσουν με τα δεινά τους, ν’ αναγνωρίσουν στη σκηνή ένα κομμάτι του ίδιου τους του εαυτού, να γευθούν, για όσο διαρκεί η παράσταση, την πολυπόθητη ελπίδα ενός happy end. Αν και πολυμήχανος, ο καλόβολος κωμικός ήρωας των περισσότερων φαρσοκωμωδιών, ως άλλος Καραγκιόζης, [?26] τρώει, πίνει και … κοιμάται νηστικός, πάντοτε αισιόδοξος που προσπάθησε, πάντοτε χαμογελαστός για το, έστω και φευγαλέο, όνειρο της μίζερης ζωής του. Κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση των κωμικών ηρώων. Όπως συμβουλεύει κι ο Γιάννης Ρίτσος: «Ένα χαμόγελο – άγκυρα ρίξε στα βαθιά να γίνει μέρα». [?27]