...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
![]() |
Ελληνικός Κινηματογράφος:
|
Δεν έχουν, όμως, μόνο οι άνεργοι ή οι μεροκαματιάρηδες υπάλληλοι οικονομικές δυσκολίες. Σε αρκετά έργα του είδους εκείνοι που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες είναι οι ιδιοκτήτες εταιρειών, οι μικροεπιχειρηματίες και οι άνθρωποι του εμπορίου. Βρισκόμαστε στην εποχή κατά την οποία η Ελλάδα προσπαθεί να ξεπεράσει το παρελθόν και να εκσυγχρονιστεί. Μικρές επιχειρήσεις ξεφυτρώνουν σιγά σιγά στο κέντρο και τις γειτονιές της πόλης δίνοντας νέο ύφος στην πρωτεύουσα. Ιδιοκτήτης μιας τέτοιας επιχείρησης είναι και ο Χαρίλαος Μαραζιώτης, κεντρικός ήρωας της κωμωδίας Ευτυχώς τρελάθηκα [?8] του Γιώργου Ρούσσου. Διευθυντής ενός εργοστασίου ουζοποιΐας, ο Χαρίλαος χρωστά πολλά χρήματα στο ΙΚΑ, σε ληξιπρόθεσμα γραμμάτια και σ’ έναν τοκογλύφο, τον Ανάργυρο. Μοναδική λύση για να μην κλείσει η επιχείρησή του λόγω χρεών είναι … ο γάμος. Όχι όμως ο γάμος με την αρραβωνιαστικιά του την Ηρώ, υπάλληλο του γραφείου του, αλλά με μια άγνωστή του κοπέλα, η οποία διαθέτει το ασυναγώνιστο πλεονέκτημα της … προίκας. Ο Χαρίλαος θα περάσει δια πυρός και σιδήρου ώσπου να εξασφαλίσει τα χρήματα που του χρειάζονται και να μην παντρευτεί τελικά την κοπέλα με την προίκα αλλά την αγαπημένη του Ηρώ. Το αλάνθαστο τέχνασμα που θα τον απαλλάξει από τους φόρους και τα γραμμάτια θα αποδειχθεί η απόφασή του να … κάνει τον τρελό, λύση που θα τον βγάλει ασπροπρόσωπο στους πιστωτές και τις Τράπεζες και θα τον κάνει ν’ αναφωνήσει δυνατά πως … «Ευτυχώς τρελάθηκε»!
Ιδιοκτήτης μιας …ιδιότυπης επιχείρησης είναι και ο Λαυρέντης στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Ο θάνατός σου, η ζωή μου. [?9] Όπως θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε και από τον τίτλο του έργου, ο Λαυρέντης διευθύνει ένα γραφείο τελετών, γεγονός που τον κάνει να οργανώσει ένα καλοστημένο σχέδιο προκειμένου ν’ αναλάβει την κηδεία ενός πάμπλουτου ηλικιωμένου, του οποίου η υγεία είναι ιδιαίτερα κλονισμένη. Ο ηλικιωμένος, ωστόσο, συνέρχεται και ο Λαυρέντης, απογοητευμένος, αποφασίζει να μετατρέψει το γραφείο του σε κατάστημα με σύγχρονα ηλεκτρικά είδη. Η πανέξυπνη συνέχεια προσπαθεί ν’ αποδείξει πως η νέα επιχείρηση του Λαυρέντη είναι περισσότερο «μακάβρια» από την προηγούμενη καθώς για να επιβιώσει και να πετύχει χρειάζεται να «πατήσει» πάνω σε οικονομικές – και όχι μόνο – καταστροφές αθώων ανθρώπων. Η περαιτέρω αναφορά στα θέματα της ανθρώπινης ηθικής όπως επίσης και της ανθρώπινης υποκρισίας, που θίγονται με πολύ εύστοχο τρόπο στο έργο, είναι πολύ δελεαστική αλλά δεν ανήκει στα ζητούμενα της παρούσας μελέτης.
Όσο πλησιάζουμε στη δεκαετία του 1960, τόσο το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο των κωμικών ηρώων βελτιώνεται, έτσι ώστε να συμβαδίζει απόλυτα με την υπάρχουσα κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας. Οι ήρωες, ωστόσο, των φαρσοκωμωδιών, προσπαθούν ακόμα να επιλύσουν τα – κυρίως – οικονομικά τους προβλήματα με μικροκομπίνες [?10], πλούσιους γάμους, τυχερά παιχνίδια ή λαχεία, [?11] απάτες και ξεγελάσματα που πυροδοτούν φαρσικές υποθέσεις. Το 1964, η κωμωδία Τα κουμπιά της εποχής, [?12] ένα από τα πρώτα έργα ενός ακόμα επιτυχημένου συγγραφικού διδύμου, αυτού των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, επανέρχεται στο σχήμα ″ευκατάστατο αφεντικό – φτωχός υπάλληλος″, όπως το είδαμε στα προηγούμενα έργα. Κεντρικά πρόσωπα της κωμωδίας, ο Βασίλης, υπάλληλος σε μια εταιρεία και η σύζυγός του, η Πόπη. Η υπόθεση ξεκινά με τους δύο ήρωες παντρεμένους και εγκατεστημένους στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Η τοποθέτηση των προσώπων σε αυτή τη θέση δεν είναι τυχαία: σηματοδοτεί τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην εργασιακή, οικονομική ακόμα και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε καθώς και σε αυτή που έχει ήδη αρχίσει. Ο Βασίλης και η Πόπη φαίνονται να έχουν ξεπεράσει το οικονομικό πρόβλημα του γάμου και της εξασφάλισης οικογενειακής εστίας, προχωρώντας έτσι ένα βήμα μπροστά από τους ήρωες κωμωδιών προηγούμενων ετών που έβλεπαν τα δύο αυτά θέματα ως απροσπέλαστα εμπόδια. Ποια είναι, λοιπόν, η επιδίωξη των ηρώων αυτή τη φορά; Για εκείνο που πασχίζουν σ’ αυτό το έργο τα κωμικά πρόσωπα είναι η μετακόμιση από το ισόγειο διαμέρισμα στο … ρετιρέ της πολυκατοικίας που μένουν. Η επιθυμία τους διττή και συμβολική: η άνοδος από το ισόγειο στο ρετιρέ δεν εξασφαλίζει μόνο ένα καλύτερο σπίτι στα πρόσωπα αλλά μεταφράζεται και σε άνοδο επαγγελματική, οικονομική και, εντέλει, κοινωνική, άνοδο από την οποία τρέφονται οι μικροαστικές προσδοκίες των ηρώων. Γι’ αυτή την πολυπόθητη άνοδο, ο Βασίλης αναζητά το κατάλληλο κουμπί που θα του εξασφαλίσει οικονομική ευημερία ώσπου το ανακαλύπτει στο πρόσωπο του διευθυντή της εταιρείας του, του Αντώνη. Ο …ανερχόμενος υπάλληλος κατορθώνει να μπλέξει τον Αντώνη σ’ ένα επικίνδυνο όσο και τραγελαφικό παιχνίδι εκβιασμού, πράξη που του αποφέρει διπλό μισθό, δώρα και, φυσικά, το ενοίκιο του πολυτελούς ρετιρέ. Οι συγγραφείς, ωστόσο, σπεύδουν να δικαιολογήσουν τον ήρωα τους αποκαλύπτοντας, προς το τέλος του έργου, ότι όλη η παραπάνω υπόθεση ήταν ένα όνειρο· διαδραματίστηκε σ’ ένα μεσημεριανό υπνάκο του Βασίλη, ο οποίος, ξυπνώντας, βρίσκει στην πραγματικότητα το κατάλληλο κουμπί της επαγγελματικής του ανόδου. Η τελική απόφαση δικαιώνει και πάλι τον ήρωα, ο οποίος αποφασίζει να μην πατήσει το κουμπί, παραμένοντας στο ισόγειο του πενιχρού μισθού αλλά και της ηθικής ακεραιότητας.