...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
ΤΑ ΕΡΓΑ
Πρωταρχική τους αναζήτηση η εύρεση χρημάτων που θα καταστήσουν τη ζωή τους πιο άνετη και που θα τους δώσουν το προβάδισμα για την ευόδωση των στόχων τους. Ποιοι είναι οι στόχοι αυτοί; Τις περισσότερες φορές ένας γάμος και η δημιουργία οικογένειας, η αγορά ενός σπιτιού με τον εξοπλισμό του, ένα αυτοκίνητο, η εξασφάλιση προίκας για την ανύπαντρη κοπέλα της οικογένειας. Επιθυμίες απλές κι ελπίδες που τρέφονται σιωπηλά, συμπληρώνοντας κάθε φορά κι από ένα κομμάτι στο «παζλ» του μικροαστικού ονείρου. Συχνά, η απελπιστική οικονομική κατάσταση των ηρώων δεν επιτρέπει καν την «πολυτέλεια» των ενδόμυχων αυτών σκέψεων καθώς εκείνο που προέχει είναι η γεμάτη απαιτήσεις, χρέη και υποχρεώσεις καθημερινότητα τους. Η έκθεση των έργων αυτού του είδους περιγράφει συνοπτικά το πρόβλημα που ζητά άμεσα τη λύση του: η λύση συνήθως βρίσκεται στα … δυσεύρετα χρήματα κι οι ήρωες γίνονται ολοένα και πιο απελπισμένοι ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με μια … φαεινή ιδέα εξεύρεσης χρημάτων. Ακολουθώντας κατά γράμμα τους κανόνες της φάρσας, όπου όλα επιτρέπονται και όλα ανατρέπονται, τα κωμικά πρόσωπα των έργων σκαρφίζονται αμέτρητα τεχνάσματα προκειμένου ν’ αποκτήσουν τα πολυπόθητα χρήματα.
![]() |
Ελληνικός Κινηματογράφος:
|
Στο έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ, [?5] ο κεντρικός ήρωας της υπόθεσης, ο Φώτης, ζητά συνεχώς αλλά χωρίς αποτέλεσμα από το Διευθυντή του γραφείου στο οποίο εργάζεται, την προκαταβολή μερικών μισθών του προκειμένου να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπά, υπάλληλο του ίδιου γραφείου. Όταν μαθαίνει πως η μητέρα του χρειάζεται να κάνει μια σοβαρή εγχείριση για την οποία θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος, ως ο μοναδικός κοντινός της συγγενής, και μη διαθέτοντας, φυσικά, το απαραίτητο χρηματικό ποσό, ο Φώτης δέχεται να συμμετάσχει, έναντι αμοιβής, στο κόλπο που του προτείνει ο – ιδιοκτήτης καμπαρέ – ξάδελφός του: ο κωμικός ήρωας πρέπει να παντρευτεί μια αλλοδαπή χορεύτρια του καμπαρέ προκειμένου η κοπέλα να παραμείνει στην Ελλάδα. Όπως είναι φυσικό, από την απόφαση αυτή του αγαθού ήρωα προκύπτει μια σειρά παρεξηγήσεων, οι οποίες τελικά οδηγούν στην αίσια έκβαση της υπόθεσης και στην εξοικονόμηση χρημάτων που θα οδηγήσει στο γάμο του Φώτη με την αγαπημένη του.
Πίσω από την κωμική δομή του έργου, που επικεντρώνεται στις περιπέτειες του Φώτη Φαγκρή, μπορεί να διακρίνει κανείς δύο κόσμους χαρακτήρων: οι υπάλληλοι και οι διευθυντές, εκείνοι που αγωνίζονται για να κερδίσουν χρήματα κι εκείνοι που τα σκορπούν για τη διασκέδασή τους, οι φτωχοί και οι πλούσιοι. Οι συγγραφείς σπεύδουν να τονίσουν πως το «μικρόβιο» της διαφθοράς από τα χρήματα έχει προσβάλει ακόμα και τον ξάδελφο του κεντρικού ήρωα, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης επιχείρησης, βλέπει το Φώτη όχι ως συγγενή αλλά ως μια από τις εμπορικές του συναλλαγές: έτσι, ενώ αρχικά αρνείται να δανείσει το απαραίτητο χρηματικό ποσό για την εγχείρηση της θείας του, αργότερα δέχεται να πληρώσει τον ξάδελφό του προκειμένου να μη χάσει το νυχτερινό του κέντρο το ισχυρό «ατού» της αλλοδαπής χορεύτριας. Σ’ έναν κόσμο διεφθαρμένο και άδικο, η εξαπάτηση φαντάζει ως η πιο φυσική επιλογή για τους απελπισμένους ήρωες και το κοινό εκλαμβάνει τις κομπίνες που σκαρώνουν οι τελευταίοι ως απόδοση δικαιοσύνης. [?6]
![]() |
Ελληνικός Κινηματογράφος: |
Μια παρόμοια περίπτωση σκληρού αφεντικού – φτωχού υπαλλήλου συναντά κανείς σε ένα ακόμα πασίγνωστο έργο της ίδιας συγγραφικής δυάδας, στον Ηλία του 16ου. [?7] Ένας πλούσιος τοκογλύφος, ιδιοκτήτης καφενείου, που κρατά καλά κρυμμένα χρυσαφικά αξίας μέσα σε μια αρβύλα, αρνείται να προπληρώσει στον υπάλληλό του ένα ποσό του μισθού, το οποίο ο τελευταίος χρειάζεται για να πληρώσει την εγχείριση της συζύγου του. Το μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο: ευκατάστατο αφεντικό, μεροκαματιάρης υπάλληλος, πρόβλημα υγείας που απαιτεί χρήματα. Μόνο που εδώ, η άρνηση του ιδιοκτήτη χρησιμοποιείται έξυπνα από τους συγγραφείς ως κίνητρο για την αγανάκτηση του υπαλλήλου, αγανάκτηση που τον ωθεί ν’ αποκαλύψει σε δύο άνεργους φίλους του – της ίδιας οικτρής οικονομικής κατάστασης – την κρυψώνα του θησαυρού του αφεντικού του. Η μυστική συζήτηση των τριών φίλων είναι το σημείο όπου οι συγγραφείς επιλέγουν να θίξουν άλλο ένα κοινωνικό πρόβλημα, έπειτα από τις δυσχέρειες του φτωχού υπαλληλάκου: η ανεργία και οι επιπτώσεις της, η δυσκολία εύρεσης εργασίας και παράλληλα η καθημερινή αναγκαιότητα των χρημάτων που προβάλλει απειλητική, επιτακτική, έτοιμη να κατασπαράξει τους άμοιρους ήρωες. Δε χρειάζονται και πολλές εξηγήσεις προκειμένου οι δύο άνεργοι φίλοι να πειστούν για την οργάνωση της κλοπής των χρυσαφικών. Η κλοπή, την οποία, υπό άλλες συνθήκες, πιθανότατα θα καταδίκαζαν και οι δυο τους ως πράξη, φαίνεται η μοναδική – και για το λόγο αυτό επιβεβλημένη – λύση στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Αυτό, βέβαια, που επακολουθεί (μεταμφίεση του ενός σε αστυνομικό και εμπλοκή του σε υπόθεση … κλοπής, την οποία καλείται να εξιχνιάσει ως όργανο της τάξης) δε συνεχίζει τον προβληματισμό των ηρώων καθώς η θέση της συγκεκριμένης κωμωδίας είναι να διασκεδάσει το κοινό με τις φαρσικές περιπέτειες των προσώπων της. Το μήνυμα, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο και δουλεύεται περίτεχνα μέχρι το τέλος του έργου όπου το σχέδιο των ηρώων αποτυγχάνει παταγωδώς: τα δύο κεντρικά πρόσωπα, ύστερα από τη φευγαλέα ενασχόλησή τους με το άπιαστο όνειρο, φαίνονται να επιστρέφουν στη μίζερη καθημερινότητά τους, για άλλη μια φορά φτωχοί, νηστικοί, φουκαριάρηδες.