...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιο πρόσωπο που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενο απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια μετάλλαξη, μια μετουσίωση των θεατών.
Οι θεατές διδάσκονταν τόσο από τον χορό που λειτουργούσε ως η φωνή της συνείδησης των ηρώων, αλλά και από τα παθήματα των ηρώων. Τα παθήματα των ηρώων, τους γίνονταν μαθήματα κι έτσι, από το «λανθάνω» οδηγούντο στο «μανθάνω». Εξ’ άλλου, μέσω του «συμπάσχειν», της ταυτίσεως με τους ήρωες, συγκινούνταν, με επακόλουθο την ψυχική τους ανταπόκριση στην δράση, και εντέλει την λυτρωτική τους κάθαρση.
Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα, ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες, γεμάτοι ευτυχία, γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση.
Στην κωμωδία, οι θεατές παρακολουθούσαν την σάτιρα προς τα κακώς κείμενα, είτε αυτά αφορούσαν θεσμούς είτε πρόσωπα. Τις περισσότερες φορές λοιπόν, επιδοκίμαζαν τα δρώμενα με χειροκροτήματα και γέλια, μα αν κάτι τους δυσαρεστούσε, σφύριζαν και θορυβούσαν με τα πόδια ή ακόμα χειρότερα, πετούσαν ό,τι έβρισκαν στους υποκριτές. Μπορεί αυτός ο τρόπος να μην ήταν βέβαια συμβατός με το κοινωνικά ορθό όπως νοείται σήμερα, ωστόσο συνέβαλλε άμεσα, σε μια διαδικασία επίσης καθαρτήρια και θεραπευτική καθώς το οργιαστικό, ανορθολογικό διονυσιακό στοιχείο των πολιτών είχε την ευκαιρία να αποφορτιστεί και εμμέσως έτσι, να τιθασευτεί, ενώ ταυτόχρονα ενισχυόταν το αίσθημα συλλογικότητας των πολιτών και η περαιτέρω συνοχή της πόλης.
Έτσι λοιπόν, τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία και το σατυρικό δράμα είχαν ως κοινό σκοπό, την «μάθηση μεθ’ ηδονής» και προσδοκούσαν να επιφέρουν την «κάθαρσιν» - λύτρωση, με διαφορετικά όμως μέσα. Η κωμωδία προκαλούσε την κάθαρση με τον γέλωτα ενώ η τραγωδία «δι’ ἐλέου και φόβου», ενός φόβου που δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το αρχαίο λοιπόν θέατρο, με προεξάρχουσα την αρχαία ελληνική τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική, ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό. Όλες οι τραγωδίες έχουν ένα κοινό πυρήνα. Στο επίπεδο του μύθου, οι ήρωες της τραγωδίας είναι συνήθως απόγονοι ατόμων που έχουν πέσει σε εκούσια μοιραία λάθη, πρόσωπα που φέρουν ένα «κρίμα» από το παρελθόν. Ωστόσο, η τραγικότητά τους δεν έγκειται στο «μίασμα» που φέρουν· η παλαιά ύβρις «τίκτει νεάζουσαν ύβριν» όπως λέει ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα», κι έτσι, ο ήρωας ξεφεύγει από το μέτρο, φτάνει στην Ύβρι -την αμαρτία της υπερβολής- και τότε νομοτελειακά επέρχεται η Νέμεσις (η Δίκη), κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Το τρίπτυχο υπέρβαση Μέτρου-Ύβρις-Νέμεσις, όπου η ύβρις αντιστοιχεί στην κορύφωση της τραγωδίας και η Νέμεσις στην καθαρτήρια λύση της, διατρέχει σχεδόν κάθε τραγωδία.
Πίσω από όλους μαζί τους τραγικούς ήρωες βρίσκεται ένα πρόσωπο: ο αρχετυπικός Άνθρωπος. Καθώς μεταβαίνουμε από το επίπεδο του Μύθου στο επίπεδο του Αρχετύπου, εισερχόμαστε βαθύτερα στην ουσία της τραγωδίας. Στο επίπεδο αυτό, η τραγικότητα συνίσταται στην σύνθλιψη του ανθρώπινου, όταν ο Άνθρωπος συγκρούεται με δυνάμεις μέσα ή έξω απ’ αυτόν, που τον υπερβαίνουν. Από την τραγική αυτή σύγκρουση όμως, ο Άνθρωπος μπορεί να βγει ηθικά δικαιωμένος (όπως παραδείγματος χάριν η Αντιγόνη). Σε αυτήν την περίπτωση, η υπέρβαση του μέτρου δεν νοείται ως έγκλημα που επισύρει τιμωρία αλλά ως θετική υπέρβαση του ανθρώπινου και μετουσίωσή του σε κάτι άλλο, ανώτερο φυσικά.