...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
Πέραν από το «δράμα της Αβύδου», που ήταν γνωστό και ως τα «Πάθη του Όσιρι», στην αρχαία Αιγυπτιακή θεατρική πράξη συγκαταλέγεται και το Μεμφικό Δράμα, με θέμα του αγώνες του θεού Φθα για να καταλάβει την υπέρτατη εξουσία, το θρησκευτικό δράμα Χεμπ-Σεντ ή ιωβηλαίο στέψεως, με κεντρικό μοτίβο και πάλι την ανάσταση θεού (θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια του δράματος της Αβύδου), καθώς επίσης και ένα δράμα που αφορά στην ίαση του υιού της Ίσιδας Ώρου, όταν αυτός δαγκώνεται από σκορπιό, αλλά ακόμα και οι ιεροτελεστίες της ταφής που είχαν ως κεντρικό άξονα την αθανασία της ψυχής. Στις ιεροτελεστίες αυτές, τους ρόλους των θεών κρατούσαν οι ιερείς. Ο ένας απ’ αυτούς κρατούσε τον κεντρικό ρόλο του νεκρού, ενώ ο άλλος έδινε τη διαταγή: «απόρριψε το σάβανό σου» ή «παραμέρισε την άμμο» και τέλος «παραμέρισε τα τούβλα». Δράση λοιπόν, σε αντίθεση με την αδράνεια του σωματικού θανάτου, ήταν το χαρακτηριστικό αυτών των λυτρωτικών προσευχών/ ιεροτελεστιών, εθίμων που ομοίαζαν πολύ με τα ελληνικά όπως μας αναφέρει και ο Ηρόδοτος.
Όσον αφορά τώρα, το παραδοσιακό θέατρο της Ινδίας, είναι τόσο αρχαίο όσο οι Βέδες. Και εκεί η θεατρική τέχνη θεωρείται θεία, καθώς ένα τμήμα των Βεδών, η Νάτυα σάστρα, αφιερώνεται στην θεατρική τέχνη. Ο μύθος αναφέρει πως οι θεοί φώναξαν τον σοφό Μπάρατα για να τον μυήσουν στην ιερή Τέχνη του θεάτρου και κατόπιν, του ζήτησαν να δημιουργήσει μία παράσταση για να εορταστεί η νίκη των θεών επί των δαιμόνων. Η αιώνια κοσμογονική πάλη των δύο πόλων μεταφέρεται από τον ουρανό στη γη, καθώς οι δαίμονες εμποδίζουν την εξέλιξη της παράστασης κάνοντας τους ηθοποιούς να ξεχνούν τα λόγια τους ή φέροντας άλλα παρεμφερή προσκόμματα.
Αρχή της γενέσεως του παραδοσιακού σανσκριτικού θεάτρου υπήρξε η δημόσια και μιμητική αφήγηση ιστοριών κυρίως από την Μαχαμπαράτα και δευτερευόντως από την Ραμαγιάνα και τις Πουράνες. Αυτές οι ιστορίες, όπου το λατρευτικό και ηρωικό ιδεώδες ήταν το προεξάρχον, παίζονταν ως οργανικό μέρος θρησκευτικών εορτών, με σκοπό την εξύψωση της θρησκευτικότητας και την ενίσχυση των παραδεδεγμένων πίστεων.
Έτσι, όταν στον υπαίθριο φυσικό χώρο, εκείνους τους μακρινούς χρόνους, οι ιερείς παρουσιάζονταν ενώπιον των ακροατών με πολύχρωμα ρούχα, γιρλάντες και στολίδια, απαγγέλλοντας υπό τους ήχους τυμπάνων και εγχόρδων -γνωστών ως βίνα- ιστορίες από τον πνευματικό κόσμο, με ήρωες θεούς και ημίθεους σαν τον Βίσνου και τον Ράμα, τον Σίβα, την Ντούργκα και τον Γκανέσα, την Λάκσμι και την Κάλι, η θρησκευτικότητα των πιστών έφτανε σε έκσταση. Ο Σρι Κρίσνα, η πιο εξέχουσα μορφή των ιστοριών του παραδοσιακού θεάτρου, ενσαρκώνεται σύμφωνα με τις Γραφές, για να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την πλάνη του υλικού πεδίου. Το υλικό πεδίο όπως και όλες οι ζωντανές οντότητες που περιλαμβάνονται μέσα σ’ αυτό, αποτελούν τη «λίλα» του, δηλαδή το παιχνίδι ή την διασκέδασή του. Αυτό το γεγονός λοιπόν, δραματοποιημένο τώρα, συγκινεί και καλλιεργεί πνευματικά τους θεατές. Με φόντο το δασάκι της Βριντάβανα, βλέπουν τις βοσκοπούλες και τα μικρά βοσκόπουλα, παρέα με τον Κρίσνα να διασκεδάζουν. Εκείνος τους παίζει φλάουτο κι αυτοί χορεύουν, τον ερωτεύονται και μεθούν από αγάπη γι’ αυτόν. Κι όταν τον χάνουν, θρηνούν αναζητώντας τον απεγνωσμένα μέσα στο δάσος. Η χαρά και η θλίψη με την εξέλιξη του έργου καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των θεατών. Αλήθεια, μόνο κοντά στον Θεό, μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος. Τούτη η παραδοχή από την σκηνή περνάει στις καρδιές τους και γίνεται βάλσαμο και λατρευτική αγάπη για Εκείνον. Από την άλλη, ο Κύριος Σίβα ως κοσμικός χορευτής (Σίβα Ναταράτζ) θεωρείται ο θεός που προσφέρει τον Χορό στο θέατρο και συμβολίζει ακριβώς αυτόν τον αιώνιο ρυθμό του θανάτου και της ζωής, την αέναη κοσμική ροή.