...στον πεζόδρομο της οδού Ακταίου, στο Θησείο, στον ίσκιο της Ακρόπολης, σ' έναν τόπο υψηλού κραδασμού, ιστορίας, μνήμης και πολιτισμού...
Ομιλία του Τάσου Προύσαλη στο Διεθνές συνέδριο: «Εσωτερικές Παραδόσεις στον Αρχαίο και Σύγχρονο Κόσμο», Καμένα Βούρλα, Ιούνιος 2012.
Προκειμένου ο άνθρωπος να πραγματώσει την εντελέχειά του, που κατά την ινδική παράδοση είναι σατ-τσιτ-ανάντα δηλαδή αιωνιότητα, γνώση, ευδαιμονία, προκειμένου λοιπόν να ζήσει, να θεωρήσει και να χαρεί, η συνείδησή του γεννά στο κοσμικό γίγνεσθαι τέσσερις εκφάνσεις: την θρησκεία, την φιλοσοφία, την επιστήμη και την τέχνη.
Κι ενώ η μεταφυσική, έχει εν πολλοίς εξοβελιστεί από το πλαίσιο της σύγχρονης φιλοσοφίας και ο σύγχρονος άνθρωπος δρα συχνά κατακερματισμένος, στην αρχαιότητα, οι τέσσερις αυτές εκδηλώσεις της ψυχοδιανόησης δεν ήταν σαφώς διακριτές αλλά αλληλένδετες. Έτσι, οι εσωτερικές μυστηριακές παραδόσεις και η σχέση με το Ιερό φαίνεται πως άνθιζαν κατεξοχήν μέσα στην Τέχνη και ιδιαίτερα στο θέατρο. Άλλωστε, το μεταφυσικό και το Ιερό βρίσκεται στη ρίζα και καταγωγή του θεάτρου, αφού αυτό αναδύθηκε μέσα από τα μυστήρια της Ελευσίνας στην αρχαία Ελλάδα.
Το θέατρο γεννήθηκε στην πατρίδα μας, από την ψυχική ανάγκη των προγόνων μας να υμνήσουν βασικά έναν θεό, τον Διόνυσο, και κατόπιν, μέσω αυτού, τους άλλους εφόρους θεούς. Πηγή του αρχαίου δράματος υπήρξε ο διθύραμβος, άσμα λατρευτικό, που ψελνόταν συνοδεία αυλού, ενίοτε δε και τυμπάνου, προς τιμήν Του. Η θεματολογία του αφορούσε τις περιπέτειες, τις μεταμορφώσεις, τον θάνατο και την επαναγέννηση του Βάκχου και δι’ αυτού, μεταφορικώς, της ίδιας της Φύσεως.
Οι τελετουργικοί – μυητικοί χοροί των ιερέων χορευτών που συνόδευαν τα ψαλλόμενα μέρη του διθυράμβου, αποτελούσαν το ιερό δράμα της λατρείας του. Οι χοροί αυτοί στηρίζονταν στις χειρονομίες και στην μιμική εκφραστικότητα των κινήσεων του σώματος και υπογράμμιζαν την σημασία των λόγων του κειμένου. Το ρήμα «χορεύω» στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει χορεύω χορικό ή κυκλικό χορό, χορό δηλαδή ιερό∙ κατά τον Πίνδαρο, η χρήση της λέξεως χορός περιοριζόταν μόνο για την περιγραφή μιας τέτοιας δραστηριότητας από Θεούς, όπως ο Απόλλων ή οι Μούσες.
Όλες οι δραματικές παραστάσεις δίνονταν κατά τη διάρκεια των εορτασμών προς τιμήν του Διονύσου, όπως στα Λήναια, στα κατ’ αγρούς ή μικρά Διονύσια και στα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια, όπου μετά από μια συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του Θεού από τις Ελευθερές στην Αθήνα, το άγαλμά του καταλάμβανε την παραμονή την μόνιμη θέση του στο ιερό. Το ξόανο του θεού από την ιερή εστία, την θυμέλη, επόπτευε πλέον των θεατρικών εκδηλώσεων και απολάμβανε το θέαμα.
Όμως και άλλοι λαοί της λεκάνης της Μεσογείου λάτρευαν θεούς που συνδέονταν με τον κύκλο των εποχών. Ανάλογο μύθο με αυτόν του Διονύσου, συναντούμε στην Αρχαία Αίγυπτο της δεύτερης χιλιετίας μείον. Πρόκειται για το περίφημο «Δράμα της Αβύδου», του οποίου η πλοκή ανασυντέθηκε από την αφήγηση τινός ιερέως ονόματι Ιχερνοφρέτ, ο οποίος με την σειρά του, είχε ανασχηματίσει παλαιότερο υλικό, προκειμένου να δοθεί παράσταση μπροστά στον Φαραώ Σέσωστρη τον τρίτο. Στην πραγματικότητα, δεν ομιλούμε για θέατρο υπό την σύγχρονη έννοια, αλλά για μία εκτενή τελετουργία που διέθετε θεατρικά στοιχεία και της οποίας το θέμα είχε ως εξής: η Ίσις στέλνει τον υιό της Ώρο, συνεπικουρούμενο από τον θεό Θωθ και τον κυνοκέφαλο Άνουβη να συγκεντρώσουν από τον Νείλο τα κομμάτια από το διαμελισμένο κορμί του φονευθέντος Όσιρι, προκειμένου να τα συνενώσουν και να τον επαναφέρουν στη ζωή. Ο Σήθ, η δύναμις του κακού και η Ίσις, η μεγάλη Μητέρα, η προσωποποίηση της Αγάπης, αναμετρήθηκαν· αναμετρώνται πάντα. Η αντιπαράθεση αυτή μεταξύ των δημιουργικών και των καταστροφικών δυνάμεων, της ανανεώσεως και της εξαντλήσεως, του καλού και του κακού, της ζωής και του θανάτου, τονίζει τον δυϊστικό χαρακτήρα των φαινομένων, ωθεί στην ανάπτυξη της ατομικής και συλλογικής συνείδησης και μέσω της μετεμψυχώσεως, οδηγεί τελικώς τον άνθρωπο στην απελευθέρωση από τον κόσμο της Ύλης. Στο τέλος του δράματος, η πομπή μεταφέρει το ομοίωμα του θεού στο ναό, ενώ οι πιστοί μένουν τριγύρω και ξαγρυπνούν, λύχνα καίουσι πάντες πολλά υπαίθρια, ελπίζοντας σε μιαν αιώνια μεταθανάτια ζωή.